Βρέθηκε το λήμμα
νταβούλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. davul

  1. Μεγάλο τύμπανο

  2. μτφ. πρησμένος

  3. Έκφραση αδιαφορίας, αναγκαστικής αποδοχής

    • -Νταβούλ'να γίν'ς = κάνε ό,τι θέλεις

    • -Νταβούλ' = ας είναι, τέλος πάντων

    • -Πρήστσι του χέρι τ' τσ' έγινι νταβούλ' = φούσκωσε πολύ

    • -Άμα σι πιάσου στα χέρια μ' α σι ποίσου νταβούλ' στου ξύλου = θα φας πολύ ξύλο (απειλή)