Βρέθηκε το λήμμα
λιόσκουρδου (του)
  1. Φαγητό της φτωχολογιάς, ελιά και σκόρδο (να διψούν και να πίνουν νερό ώστε να ξεχνούν το αίσθημα της πείνας)

  2. μτφ. όταν βρίσκει κανείς δυσκολίες σε κάτι που κάνει

    • -Λιόσκουρδα τα ήβρι (ή σπανά τα ήβρι)