Βρέθηκε το λήμμα
λαφιάζου
  • Αλαφιάζω (τρέχω σαν το ελάφι και γι' αυτό μου κόβεται η ανάσα)

    • -Λάφιασα να τρέχου για να σι προυκάνου.