Βρέθηκε το λήμμα
λιλέτσ' (του) ή λέλικας (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ο πελαργός

  2. μτφ. Χαζός, κουτός άνθρωπος

    • -Ε Γιώργ', λαλάτσ', ντάνι έιτουτα που κάθισι τσι μας φουνάζ'ς; Πρόσιξι καλά ντα θα μας πεις γιακί εν είμαστι λιλέτσια