Βρέθηκε το λήμμα
λέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. leş = πτώμα ζώου, το ψοφίμι, για κάτι που μυρίζει πολύ άσχημα

  1. Πτώμα ζώου σε αποσύνθεση

  2. μτφ. ο αδύνατος άνθρωπος