Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. leş = πτώμα ζώου, το ψοφίμι, για κάτι που μυρίζει πολύ άσχημα
Πτώμα ζώου σε αποσύνθεση
μτφ. ο αδύνατος άνθρωπος