Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. λάπτω (= ρουφώ άπληστα)
Φίδι χωρίς δηλητήριο, η δενδρογαλιά