Μεγάλο βυζί
Ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
Το πρόβατο που έχει καφέ ή μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια (από το αρχ. βαλιός = στικτός, παρδαλός)
Βάκλιου (βλ. λ.) με μαύρο τρίχωμα και άσπρα σημάδια στο πίσω μέρος του κορμιού του
Ετυμολογία: τουρκ. vade = προθεσμία
shareΤράτο, περιθώριο
Ετυμολογία: τουρκ. varak < (μτγν.) ελλ. βάραξ
shareΛεπτό φύλλο χρυσού με το οποίο ‘χρύσωναν' τα αμύγδαλα για τα κόλλυβα ή λίγο πιο χοντρό όπως το αλουμινόχαρτο που το έκοβαν σε λουρίδες και το κολλούσαν στο πέτο για την τελετή του γάμου
Βαρβαρόχηνα ή γερανός. Μεγάλο υδρόβιο αποδημητικό πουλί, προάγγελος της άφιξης των χελιδονιών.
μτφ. αυτός που μιλάει πολύ (πολυλογάς)
Ψήλωμα σε παραλιακό βουνό, από όπου βλέπεις τα ψάρια κατά το παράνομο ψάρεμα με δυναμίτη
Φωνασκώ, μαζί με άλλους, σε ευτράπελες συνήθως κουβέντες παρέας.
Δύω
μτφ. λέγεται για κάποιον που κυριαρχείται από αισθήματα επιτυχίας, χαράς, μεγαλείου.
Ετυμολογία: μσν. (το) βαστάγιν, υποκορ. του μτγν. βασταγή < αρχ. βαστάζω + αριά (κατάλ.)
shareΠάνινη λουρίδα που κρέμεται από το λαιμό και χρησιμοποιείται ως στήριγμα για σπασμένο χέρι
Βαστώ του λόγου μ' = Τηρώ τις υποσχέσεις μου
Απού πού βαστάς; = Από πού είσαι, ποιά είναι η καταγωγή σου;
Τούτους βαστιέτι γιρά! = Κρατιέται οικονομικά πολύ καλά.
Ετυμολογία: βάτος + ίδι (κατάλ. υποκορ) > βατίδι > βατσίδ' (τσιτακισμός)
shareΟ άγουρος καρπός
Ετυμολογία: ιταλ. vaccına = μικρή αγελάδα <λατιν. vaccinus = αγελαδίσιος < vacca = αγελάδα
shareΕίδος εμβολίου, εμβολιασμός
Ετυμολογία: ιταλ. bigonia > begonia (από το όνομα του βοτανολόγου Begon
shareΜπιγκόνια = καλλωπιστικό φυτό
Ετυμολογία: τουρκ. vezne = πλάστιγγα και vezın = ζύγισμα, μέτρο βάρους
shareΣωστό βάρος
Ετυμολογία: τουρκ. verem = φθίση, (ναυτ.) βερέμι = κυρτότητα ζυγών και καταστρώματος
shareΛοξά