Βρέθηκε το λήμμα
βαντέ

Ετυμολογία: τουρκ. vade = προθεσμία

  • Τράτο, περιθώριο

    • -Έχουμι ακόμα βαντέ = π.χ. έχουμε ακόμα δρόμο ή χρόνο να διανύσουμε

    • -Έχ' βαντέ = έχει μέλλον (π.χ. η υπόθεση)