Βρέθηκε το λήμμα
βαράκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. varak < (μτγν.) ελλ. βάραξ

  • Λεπτό φύλλο χρυσού με το οποίο ‘χρύσωναν' τα αμύγδαλα για τα κόλλυβα ή λίγο πιο χοντρό όπως το αλουμινόχαρτο που το έκοβαν σε λουρίδες και το κολλούσαν στο πέτο για την τελετή του γάμου