βερχανές

Ετυμολογία: τουρκ. verhane

Βλέπε:
βζαρούσα (η)
  • Είδος ραδικιού με κρεμμυδάκια στη ρίζα του, σαν τα κρινάκια

βζγκαρ' (του)
  • Σφουγγάρι

βιδάνιου (του)

Ετυμολογία: ιταλ. guadagno = κέρδος, όφελος

  • Ποσοστό των κερδών από χαρτοπαίγνιο που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη, ή στο σπίτι που φιλοξενεί τους παίχτες

βιζινές
  • Μικρή ζυγαριά ακριβείας. βλ. και λ. «βεζ'νέ»

βιλέσιου (του)
  • Ύφασμα από μετάξι και μπαμπάκι

βίνιου-βίνιου
  • Η επιδεικτική κίνηση. Αυτός που περπατά κινούμενος επιδεικτικά

    • -Τούκ' κάν' βίνιου-βίνιου = Αυτή (η γυναίκα) κουνιέται πολύ.

    • -Βίνιου μπρος τσι βίνιου πίσου = την παρακουνάει την ουρά της (για γυναίκα)

    • -Κάν' βίνιου-βίνιου = κουνάει την ουρά της, παρσεύγιτι (βλ. λ. παρσεύγουμι)
βιντούζα (η)
  • Βεντούζα = Γυάλινο ποτήρι με μεγάλο στόμιο που χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως θεραπευτικό μέσο για τα κρυολογήματα

βιρβιτσίλα (η), βιρβιτσλούδις (οι)

Ετυμολογία: βιρβιτσλιά < βερβελλιά < λατιν. vervella και verbella (= μικρό πρόβατο) + τσίλα (= διάρροια)

  • Περιττώματα αιγοπροβάτων

βιργί (το)
  • Βέργα από λυγαριά

    • -Πήγινα έκουβγα βιργιά, τάβαζα, ξιρινόνταν τσι τα μούλιαζα τσ' έπλικα
βιρέμκους (ι) 1)
  1. Καχεκτικός

  2. Ζαβός

βιρέρμου (του)
  • Στραβό

βιρισέ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. veresıye = αγορά ή πώληση με πίστωση

  • Με πίστωση

βιρισές (ι), βιρισέδια (τα)
  • Η πίστωση, αγορά με πίστωση

βιρχανές (ι)
  • Τεράστιος χώρος οικήματος (αποθήκης κ.τ.λ.)

Επίσης:
βίτσα (η)

Ετυμολογία: σλαβ. vitsa < λατιν. viteus = αμπέλινος < vitis = άμπελος

  • Λεπτή ξύλινη βέργα-ραβδί

βιτσιά (η)
  • Χτύπημα με βέργα (βίτσα)

βλακί (του)
  • Ύφασμα με μεταξωτό υφάδι

βληρίδ' (του) ή βληρίδα (η)
  • Πλεξούδα, αρμαθιά

βλουγιά (η)
  1. Ξύλινη σφραγίδα που την αποτύπωναν πάνω στα σπιτικά ψωμιά κατά το πλάσιμο.

  2. Το πρόσφορο που πηγαίνουν στη εκκλησία.

βλουγιουκουμένους (ι)
  • Ο σημαδεμένος στο πρόσωπο από την αρρώστια «ευλογιά»

βλουγώ
  • Ευλογώ

βλουητό (του)
  • Το ευλογητό

    • Φρ: βάλαν βλουητό = άρχισαν , βάλτι βλουητό = αρχίστε
βλώ Βλέπε:
βνιά (η)
  • βλ. λ. «σβουνιά»

βόδ' (του)
  • μτφ. άξεστος άνθρωπος, βλάκας

βόκυρους (ι)
  • Το βούτυρο

βόλ' - βόλ'
  • Με βόλους, με εξογκώματα

    • -Τ'ς Μαριγώς τα πουδάρια είνι βόλ' - βόλ'
βόλαδους (ι)
  • μεγεθυν. της λ. «βουλάδα»

βόλακας (ι)
  • Είδος ακρίδας

βολίτες (οι)
  • Είδος μανιταριών

βουβαμένου (του)
  • μτφ. το στόμα

    • -Κλείσι του βουβαμένου σ' τσι κάνι που ε καταλαβαίν'ς
βούζνας (ι) ή βουζνάρ (του)
  • Καλόγερος, καρούμπαλο, δερματικός όγκος

    • -Έχ' ένα βουζνάρ πα στου λιμό τ'
βουητό (του)
  • Βοή

βουλ'μάδα (η) Βλέπε:
βουλ'μένους (ι)
  • Που έχει υποχωρήσει, έχει βουλιάξει

    • -Αλλού οι στσιπές βουλ'μένες αλλού τα ντουβάρια πισμένα
Επίσης:
βουλά (η)
  • Φορά, κάποτε

    • -Κι άλλ' βουλά πιο πουλλά = Την άλλη φορά πιο πολλά

    • -Μια βουλά (μια φορά, κάποτε) είχα ένα γάιδαρου τσι κούτσινι
βούλα αλετριού Βλέπε:
βούλαγμα (του)
  • Το ανακάτεμα του τραχανού

βουλάδα (η)

Ετυμολογία: βόλος + κατάλ. άδα > βολάδα > βουλάδα

  • Η μεγάλη πέτρα

βουλαδιά (η)
  • Πετριά

βουλάζου
  • Ανακατεύω

βουλαχκήρα (η)
  • Μεγάλο, σαν κουπί, ξύλο, που φέρει στο κάτω μέρος του ένα εξόγκωμα. Το χρησιμοποιούν στην παρασκευή του τραχανού.

βούλγαρους (ι)
  • μτφ. αυτός που δεν παίρνει από λόγια, ο ξεροκέφαλος, ο αμετάπειστος

    • -Τούτους είνι βουλγάρ'κου τσιφάλ'
βουλητό (του)
  • Βολικό, της θέλησής μου

    • -Εν ήντου βουλητό! = δεν ήταν της θέλησής μου
βουλιάζου
  • Σβολιάζω

βουλίτις (οι)
  • Είδος μανιταριών. Φυτρώνουν συνήθως στις πλαγιές των βουνών.

    • -Στου Ντρούλου τσι στου Λομπόρ πηγαίναμι για π'λέλια, για βουλίτις τσι για αγκαθουμανίτις
βουλόσυρου (του)
  • Εξάρτημα του αλετριού. Ήταν μεγάλο, μακρόστενο και πλατύ ξύλο με πρόσθετα κοφτερά μικρά ξύλα, με το οποίο ίσιωναν τα χωράφια από τους βώλους του χώματος

βουλουσύρνου
  • Με το «βουλόσυρου» διαλύω τους βώλους του χώματος στο οργωμένο χωράφι

βουνιά (η)
  • βλ. λ. «σβουνιά»