Βρέθηκε το λήμμα
βαρταλαλώ
  • Φωνασκώ, μαζί με άλλους, σε ευτράπελες συνήθως κουβέντες παρέας.

    • -Λαλούσασ' τσι βαρταλαλούσασ' τσι γίνουντου του έλα (τσι) να δεις