Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. vazgeçmek = υπαναχωρώ, παρατώ, εγκαταλείπω
Αποκάνω