Βρέθηκε το λήμμα
βαρτζιστώ

Ετυμολογία: τουρκ. vazgeçmek = υπαναχωρώ, παρατώ, εγκαταλείπω

  • Αποκάνω

    • -Μπουρ μπουρ ούλη νύχτα, βαρτζέστσα να τουν ακούγου!
Σχετικές λέξεις
βαργιστώ