Βρέθηκε το λήμμα
βαρβαρόχ'λα (η)
  1. Βαρβαρόχηνα ή γερανός. Μεγάλο υδρόβιο αποδημητικό πουλί, προάγγελος της άφιξης των χελιδονιών.

  2. μτφ. αυτός που μιλάει πολύ (πολυλογάς)

Σχετικές λέξεις
βαρβαλόχ'λα (η)