Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. βάτσινον (= ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο)
Η βατομουριά