Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. (το) βαστάγιν, υποκορ. του μτγν. βασταγή < αρχ. βαστάζω + αριά (κατάλ.)
Πάνινη λουρίδα που κρέμεται από το λαιμό και χρησιμοποιείται ως στήριγμα για σπασμένο χέρι