Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. verem = φθίση, (ναυτ.) βερέμι = κυρτότητα ζυγών και καταστρώματος
Λοξά