Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βάτος + ίδι (κατάλ. υποκορ) > βατίδι > βατσίδ' (τσιτακισμός)
Ο άγουρος καρπός