Βρέθηκε το λήμμα
βατσίδ (του) ή βατσίδα (η)

Ετυμολογία: βάτος + ίδι (κατάλ. υποκορ) > βατίδι > βατσίδ' (τσιτακισμός)

  • Ο άγουρος καρπός