Καθαρίζω το χωράφι από τα αγριόχορτα (κυρίως όταν το χωράφι είναι καλλιεργημένο με δημητριακά και είναι ακόμα μικρά).
Είδος γλυκού. Υλικά: αλεύρι σιταρένιο, πετιμέζι από σύκα, τριμμένη φλούδα πορτοκαλιού
Ετυμολογία: βράσμα + χώμα
shareΑργιλώδες χώμα που το χρησιμοποιούσαν σαν φίλτρο για την παρασκευή βράσματος
Μικρά κουδούνια (με μια μπίλια στη μέση) που τα έβαζαν στα άλογα που έσερναν τους αραμπάδες
Ετυμολογία: αρχ. ευρίσκω > βρίσκω
shareΌ,τι φαγώσιμο βρίσκεται στο σπίτι. Ένδειξη λιτότητας και όχι πλούτου
Η επένδυση του πλεούμενου κι απ' τις δυο μεριές, που βρέχονται από τα νερά της θάλασσας
Ετυμολογία: μσν. βούρλον < μτγν. βρούλλον (= φυτό βάλτων) > βρουλ + ίδα (κατάλ.)
shareΠλεξίδα μαλλιών και άλλων προϊόντων (σκόρδων)
μτφ. άνθρωπος κακολόγος, που γυρίζει σαν τη βρομόμυγα και κάνει φαρμακερά σχόλια.
Ετυμολογία: βρομώ > βρομούσα
shareΔύσοσμο φυτό και είδος εντόμου που μυρίζει άσχημα (αρχ. τίλφη)
Βρομιά αλλά και κοσμητικό επίθετο.
Χτυπώ δυνατά, κάνω θόρυβο
Διαφαθμίσεις έντασης βροχής: Τσιλιντί = μικρότερη από ψιχάλα, Ψ'χάλα, Βρόχους = μεγάλη βροχή, Μι του σιτζίμ = βρέχει καρεκλοπόδαρα, Αχμάκ' Γιαμπουρντού = η βροχή σταματά σιγά - σιγά, ελάχιστη βροχή.
Λέγεται μόνο για το νερό που χαλάει και αναπτύσσει μέσα του βρύα (υδρόβια χόρτα)
Ετυμολογία: βόλος με ανάπτυξη προθετ σ από τη συνεκφορά ένας βόλος
shareΟ σβόλος (μικρή μάζα από χώμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη)