Βρέθηκε το λήμμα
αβράντινι (άκλ)

Ετυμολογία: τουρκ. avradını = τη γυναίκα σου….

  • Θυμός

    • -Ήρθι μι τ' αβράντινί τ' = θυμωμένος, τσατισμένος