Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ίσως από το αρχ. αυαίνω (=ξηραίνω, μαραίνω)
Το κατακαμένο