Βρέθηκε το λήμμα
αβλαγκιάζου
  • Σημαδεύω, σκοπεύω, κοιτάζω, παρακολουθώ, παρατηρώ.

    • - Ταχτέρ - ταχτέρ ήβγηνα κάτου απ' κη τζ'αρντάκα τσ' αβλάγκιαζα καρσί, λόγιαζα ένα ντουμάν'! Εν' ήξηρα ντα ήντου!