Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: α στερητ. + βαριτός
Αυτός που δεν βαριέται να κάνει κάτι, εργατικός, άοκνος, πρόθυμος