Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Αντίδωρο (κομμάτι αγιασμένου άρτου που προσφέρεται στους εκκλησιαζόμενους αντί των θείων δώρων, της αγίας κοινωνίας)