Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. ακίδα < αρχ. ακίς
Κυλινδρικό ξύλο του αργαλειού με 4 τρύπες όπου τυλιγόταν το στημόνι