Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. αγρίζομαι = ερεθίζομαι
Βρίσκομαι σε σεξουαλική διέγερση, καυλώνω