Βρέθηκε το λήμμα
αβτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. avcı

  • Ο κυνηγός

    • -Όποιους πέρνα, αβτζής, τζ'ουμπάν'ς, μπαχτσ'αβάν'ς έπριπι να σταθεί να πιεί νιρέλ'