Βρέθηκε το λήμμα
χούγ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ιδιοτροπία, συνήθεια, ιδίως κακή

    • -Η ψ'χή βγαίν, του χούγ' ε βγαίν!

    • -Να χέσου τα σκατουχούγια σ'!