Βρέθηκε το λήμμα
χόχλους (ι)
  1. Κόχλασμα, φούσκωμα του καφέ

    • -Βάλ' τουν πάλε του καφέ να πάρ' ένα χόχλου ακόμα.

    • -Βράζ' π' ένα χόχλου = για κάτι που γίνεται με τη μία.
  2. Έξαψη, διέγερση (δημιουργική)