Βρέθηκε το λήμμα
χρείγια (η)

Ετυμολογία: αρχ. χρεία (= ανάγκη)

  1. Αποχωρητήριο

  2. μτφ. Βρομόστομα

    • -Είσι μια χρείγια! = είσαι ένα βρομόστομα!