Βρέθηκε το λήμμα
χουντράδις (οι)
  1. Το μαλλί που έχει εξογκώματα σε κάποια σημεία

  2. μτφ. οι αγενείς εκφράσεις

    • -Φτός ούλου χουντράδις πιτά (λέει)