Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. ihram
υποκορ. της λ. «χράμι» = υφαντό στρωσίδι από χοντρό μαλλί