Βρέθηκε το λήμμα
παρτσιάδ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. parça

  • Μικρό κομμάτι

    • -Έχου τσι γω ένα παρτσιάδ' χουράφ' μέσ' του κάμπου τσι βάζου καμιά ντουματούδα!