Βρέθηκε το λήμμα
πασήμαδους (ι)

Ετυμολογία: επί + σημάδι

  1. (για ανθρώπους) ο ελαφρά παχουλός και ωραίος

  2. Μπόλικος (για πράγματα)

    • -Ι μπακλαβάς ήντου πασήμαδους