Βρέθηκε το λήμμα
πατσιαβούρα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. spazzatura < βενετ. spazzuara ή τουρκ. pacavra = κουρέλι

  1. Κομμάτι υφάσματος (κουρέλι) για σκούπισμα - καθάρισμα

  2. μτφ. γυναίκα ανήθικη