Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ. spazzatura < βενετ. spazzuara ή τουρκ. pacavra = κουρέλι
Κομμάτι υφάσματος (κουρέλι) για σκούπισμα - καθάρισμα
μτφ. γυναίκα ανήθικη