Βρέθηκε το λήμμα
πατσιάλ' (του)
  • Σύνολο από ετερόκλητα πράγματα, μείγμα, ανακάτεμα

    • -Κάνι τ' ένα πατσιάλ'

    • -Βάζου σι μια γκούπα αυγά, κυρί, γιαούρτ, τα κάνου ένα πατσιάλ' τσι τα ρίχνου μές' του κ'γάν'