Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Περιποιούμαι, έχω στην επίβλεψή μου κάποιον, τον προσέχω (αλλά έχοντας κουραστεί γι'αυτό που κάνω)
Παιδεύω, προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι