Βρέθηκε το λήμμα
πατλουμανώ
  1. Περιποιούμαι, έχω στην επίβλεψή μου κάποιον, τον προσέχω (αλλά έχοντας κουραστεί γι'αυτό που κάνω)

    • -Βαρέθ'κα πια να σας πατλουμανώ. Άι να βρεις μια κουπιλούδα να κάν'ς τσι σύ σπικ'κό. Ουρούμασις πλιά.
  2. Παιδεύω, προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι

    • -Δέκα ώρις μας πατλουμανεί για να πει του ναι.