Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: π'τάρ' = υποκορ. της λ. πίτα > πιττάριον > π'τάρ'
Ο κεφτές