Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Πιθάρι (μεγάλο πήλινο αγγείο με φαρδύ στόμιο για αποθήκευση υγρών (λαδιού, κρασιού)