Βρέθηκε το λήμμα
π'λαλώ
  • Τρέχω γρήγορα

    • -Τσ' α φουνάζουν έιτουτις ούλις': π'λάλα (τρέξε) Στρατέλ' τσ' είνι μακρυά γη στράτα)