Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. παιδεύγω = μαλώνω, βασανίζω, φοβερίζω, ταλαιπωρώ
Θυμώνω κάποιον