Βρέθηκε το λήμμα
π'θεύγου

Ετυμολογία: μσν. παιδεύγω = μαλώνω, βασανίζω, φοβερίζω, ταλαιπωρώ

  • Θυμώνω κάποιον

    • -Μη μι π'θεύγ'ς τσ' έν έχου κ' όριξη σ'!
Σχετικές λέξεις
πθεύγου