Βρέθηκε το λήμμα
π'στιμός (ι)
  • Εμπιστοσύνη, πίστη

    • -Τούκ' η γ'ναίκα έν έχ' π'στιμό = δεν μπορείς να της έχεις εμπιστοσύνη