Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: σλαβ. butsa (= εξόγκωμα) ή αρχ. πόσθη (= το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο (= κεφαλή) του πέους > πούτσα
Πέος