Βρέθηκε το λήμμα
μπουτζιάκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Στενό μέρος, γωνιά

    • -Του στρίμουξα του π'λέλ' στου μπουτζιάκ τσι τόπιασα