Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ξυλουργικό εργαλείο για άνοιγμα τρύπας, το τρυπάνι.
Εργαλείο για αφαίρεση φελλού από μπουκάλι, τιρμπουσόν