Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ. punta < λατιν. puncta = πνευμονικό κρυολόγημα, άκρη ακρωτρηρίου
Κρύωμα, κρυολόγημα