Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. bohça
Σωρός πραγμάτων τυλιγμένος σε σεντόνι, μπόγος