Βρέθηκε το λήμμα
μπουρδουκλώνουμι

Ετυμολογία: μσν. μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι, πεδικλώνομαι

  • Μπερδεύομαι, σκοντάφτω και πέφτω

    • -Ντα τσι μπουρδουκλώνισι μεσ' τα πουδάρια μ'!