Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. yardim = βοήθεια
Ο βοηθός, χωρίς πληρωμή, σε μια εργασία