Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. yavaş = σιγά σιγά, αργά
Ελαφρός, ήπιος, ήσυχος, αργός